- ἀποξέσῃς
- ἀποξέωcut offaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραγωνίσκος — ό, Α πιθ. όργανο απόξεσης ή κοπής χρήσιμο για ξυλουργικές εργασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γωνία + κατάλ. ίσκος] … Dictionary of Greek
ψήκτρα — η, ΝΜΑ, και ψήκτρια και ψηκτρία και ψηκτρίς, ίδος, Α εργαλείο απόξεσης ή καθαρισμού, ιδίως τού τριχώματος τών αλόγων, ξυστρί νεοελλ. 1. εργαλείο από ισομήκεις τρίχες, ίνες ή σύρματα για καθαρισμό ή στίλβωση, βούρτσα 2. (ηλεκτρολ.) αγώγιμο σώμα,… … Dictionary of Greek
αιολική διάβρωση — Η διαβρωτική ενέργεια που αναπτύσσουν οι άνεμοι κατά την κίνησή τους πάνω στην επιφάνεια της Γης, τροποποιώντας έτσι την εξωτερική μορφή των διάφορων εμφανίσεων των πετρωμάτων, κυρίως στις ερημικές θερμές περιοχές και σε μικρότερη κλίμακα σε… … Dictionary of Greek